- αερόπλοιο
- τοαεροσκάφος ελαφρότερο από τον αέρα που μπορεί να κυβερνηθεί (πηδαλιουχούμενο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
ζέπελιν — το (αερον.) μεγάλο πηδαλιουχούμενο αερόπλοιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα Γερμ. αεροναυπηγού Ferdinand von Zeppelin] … Dictionary of Greek
πηδαλιουχώ — πηδαλιουχῶ, έω, ΝΜΑ [πηδαλιούχος] χειρίζομαι το πηδάλιο, κατευθύνω το πλοίο, είμαι πηδαλιούχος νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρκμ.) πηδαλιουχούμενος, η, ο α) ως επίθ. αυτός που φέρει πηδάλιο και κυβερνιέται με πηδάλιο β) το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
πλευστότητα — η, Ν ναυτ. 1. η ικανότητα ενός πλοίου να τηρείται με ασφάλεια στην επιφάνεια τού νερού 2. (αεροπ.) το φορτίο μαζί με το περίβλημα και τα εξαρτήματα που μπορεί να υποβαστάζει ένα αεροπλάνο ή αερόπλοιο σε σχέση με την ανυψωτική του δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ζέπελιν — το (άκλ., λ. γερμ.), πηδαλιουχούμενο αερόπλοιο με σταθερό περίβλημα και μεταλλικό σκελετό (ονομασμένο έτσι από το όνομα του εφευρέτη του Ζeppelin) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)